Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ (Ν. Επιτρόπου) Στην αρχή του εικοστού αιώνα (1903) η Γερμανική μεταλλευτική εταιρεία SPEIDEL-Pforzheim έλαβε από την Οθωμανική κυβέρνηση το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως των ψευδαργυρούχων – μολυβδούχων και αργυρούχων μεταλλευμάτων του νησιού και έκτισε την μεταλλουργία των Λιμεναρίων. Η εξόρυξη σε βιομηχανική κλίμακα με υπαίθριες και οριζόντιες εκμεταλλεύσεις αφορούσε ψευδάργυρο και μόλυβδο υπό μορφή ανθρακικών ενώσεων που είναι γνωστά με το όνομα ΚΑΛΑΜΙΝΕΣ. Το υλικό, μετά την διαλοή και εμπλουτισμό, κατεργάζονταν θερμικά (φρύξη) σε κατακόρυφους και οριζόντιους φούρνους ΟΧLAND, με τελικό προϊόν οξείδια ψευδαργύρου ZnO και μολύβδου PbO με μεγάλη ζήτηση τότε στην μεταλλουργία, φαρμακοβιομηχανία, παραγωγή χρωμάτων κ.λ.π. Τα κύρια μεταλλευτικά κέντρα της εποχής εκείνης ήταν οι ΒΟΥΒΕΣ (περιοχή Λιμεναρίων) το μεταλλείο ΣΩΤΗΡΑ και η ΚΟΥΜΑΡΙΑ (περιοχή Καλύβια Λιμεναρίων). Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους η μεταλλευτική δραστηριότητα διακόπηκε (1913) και μετά τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα μεταλλεία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο: Το νησί της Θάσου έγινε Ελληνική επικράτεια. Μετά από διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό στην αρχή της δεκαετίας του '20, τα μεταλλευτικά δικαιώματα της Γερμανικής εταιρείας Speidel περιήλθαν στην Βελγική εταιρεία VEILLE MONTAGNE, με θυγατρική εταιρική μορφή "Societe Hellenique Metallurgique et Miniere" που άρχισε αμέσως την εκμετάλλευση των ήδη αναφερθέντων μεταλλείων σε μεγαλύτερη κλίμακα, κατασκευάζοντας μια σύγχρονη μονάδα παραγωγής οξειδίων ψευδαργύρου και μολύβδου στην παραλία Λιμεναρίων γνωστή ως «ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ» στους εντόπιους, (σύστημα Waeltz περιστροφικών κλιβάνων). Το 1930 σταμάτησε η εξορυκτική δτραστηριότητα και η λειτουργία της Μεταλλουργίας στα Λιμενάρια, λόγω της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της πτώσης των τιμών των μετάλλων. Τα σιδηρομεταλλεύματα της Θάσου άρχισαν να εξορύσσονται από τις αρχές της δεκαετίας του '50 από την μεταλλευτική εταιρεία ΧΟΝΔΡΟΔΗΜΟΣ/ΑΘΗΝΑ, που δημιούργησε την μεγάλη υπαίθρια εκμετάλλευση στη θέση ΜΑΥΡΟΛΑΚΑΣ και ΤΖΙΝΕΣ, 5 χιλιόμετρα από τα Λιμενάρια. Η εταιρεία ΧΟΝΔΡΟΔΗΜΟΣ είχε δραστηριότητα μέχρι το 1962 με παραγωγή 2 εκ. τόνους σιδηρομεταλλεύματος, που φορτώνονταν στην ΣΚΑΛΑ ΜΑΡΙΕΣ για εξαγωγή στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Γερμανία-Βέλγιο-Ολλανδία). Σχεδόν παράλληλα με την παραπάνω εταιρεία άρχισε να δραστηριοποιείται και η διάδοχος εταιρεία της VEILLE MONTAGNE (κοινοπραξία ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε.-SCHMIDT-KRUPP) με την παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων στην ευρύτερη περιοχή ΚΟΥΜΑΡΙΑΣ και ΚΟΥΠΑΝΑΔΑΣ με υπαίθριες εκμεταλλεύσεις. Οι φορτώσεις γίνονταν από την περιοχή «Μεταλλεία» Λιμεναρίων και ο αγοραστής ήταν η Γερμανική μεταλλουργική εταιρεία KRUPP. Από το 1962 σταμάτησε κάθε μεταλλευτική δραστηριότητα στη Θάσο. Κύρια αιτία αναφέρεται η ανακάλυψη πλούσιων και φθηνότερων στην εξόρυξη κοιτασμάτων σιδήρου στην Αφρική και στη νότια Αμερική.
Το «Παλάτι» Λιμεναρίων (Βλαστάρης Κώστας) Το κτήριο με το προσωνύμιο «Παλάτι» ή «Παλάτάκι» κατ' άλλους, στα Λιμενάρια Θάσου, πάνω από το μικρό λιμάνι, αποτελεί ένα μνημείο νεωτέρων χρόνων που περιλαμβάνεται στη σχετική λίστα του Υπουργείου Πολιτισμού (http://www.culture.gr/2/21/213/21304n/g213dn01.html) και είναι χαρακτηρισμένο ως «μνημείο εκλεκτικίστικης αρχιτεκτονικής» και «έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία» (ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ896/20565/30-4-82 & ΦΕΚ713/τβ/27-9-82). Η δε ευρύτερη περιοχή όπου βρίσκεται είναι κηρυγμένη ως ιστορικός τόπος της Ελλάδας και το κτίριο σημαντικό μνημείο της μεταλλευτικής δραστηριότητας της χώρας μας (ΦΕΚ 68/ΑΑΠ/23-10-2006). Το δε φυσικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται είναι χαρακτηρισμένο ως μοναδικού φυσικού κάλλους. Το «Παλάτάκι» κατασκευάσθηκε το 1903/4, ως κτήριο διεύθυνσης της Γερμανικής εταιρείας «Speidel», που εκμεταλλευόταν τότε τα μεταλλεία της Θάσου. Όσον αφορά τον υπεύθυνο αρχιτέκτονα η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι αποτελεί έργο του Πιέτρο Αριγκόνη. Η γύρω περιοχή φέρει το όνομα «Μεταλλεία» και περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν από την ίδια εταιρεία στις αρχές του 20ου αιώνα για την αρχική επεξεργασία και μεταφορά των ορυκτών ενώ τα ορυχεία βρίσκονται σε απόσταση περίπου 2 χλμ. βορειότερα. Το κτήριο είναι κτίσμα διώροφο, ορθογώνιο- με εκτιμώμενη επιφάνεια 1000 τ.μ. κατ' όροφο περίπου- με δυο πυργίσκους στις στενές του πλευρές. Δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, χαρακτηρίζεται από αυστηρή συμμετρία και επιρροές από κεντροευρωπαϊκά ρεύματα. Η χρήση του σταμάτησε το 1963 με την εγκατάλειψη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων κι έκτοτε εκκρεμεί το θέμα της αποκατάστασης κι ανάδειξης του. Στη νότια Ευρώπη υπάρχει ένα μόνο αντίστοιχο κτίριο, ίδιας αρχιτεκτονικής, στη Σαρδηνία, το οποίο και έχει αποκατασταθεί. Η αξία του είναι ανεκτίμητη, εξαιτίας της αρχιτεκτονικής του, της θέσεως του, του μοναδικού φυσικού κάλλους περιβάλλοντος χώρου - αλλά και λόγω των στόχων που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει, τόσο για την περιοχή όσο και για ολόκληρη τη χώρα.
Πηγή : ΕΥΠΛΟΙΑ, Η διαδρομή της γεωμεταλλευτικής δραστηριότητας στη Θάσο
Αν χρησιμοποιήσετε πληροφορίες και στοιχεία που περιέχονται στις ιστοσελίδες vidarchives.gr, vidaomada.gr, vida-omada.blogspot.com και στο συνοδευτικό χάρτη παρακαλούμε πολύ να χρησιμοποιήσετε τις ακόλουθες αναφορές:
ΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ., Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (www.vidarchives.gr).
ΓΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ
Ηρακλής Φασουράκης, [Α] ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ: ΜΕΤΑΛΛΕΙΟ ΚΑΛΑΜΙΝΑΣ ΛΙΜΕΝΑΡΙΩΝ ΘΑΣΟΥ, (SPEIDEL-PFORZEHEIM, ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ / "SOCIETE HELLENIQUE METALLURGIQUE ET MINIERE", ΒΕΛΓΙΚΗ / ΧΟΝΔΡΟΔΗΜΟΣ_ΑΘΗΝΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ / Κ/ΞΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε.-SCHMIDT-KRUPP, ΒΕΛΓΙΚΗ), στο Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ.,
Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (www.vidarchives.gr/reports/2018_08_1210).
Στείλτε μας σχόλια / παρατηρήσεις