ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Τα Λιγνιτωρυχεία Περιστερίου, γνωστά στους παλιούς σαν “κάρβουνο”, σημάδεψαν την ιστορία της πόλης για μια ολόκληρη εικοσαετία – από το 1936 που ξεκίνησαν την εξώρυξη του λιγνίτη μέχρι το 1956 που σταμάτησαν από τη μεγάλη εξέγερση των κατοίκων της Ανθούπολης.
Τo 1933 αρχίζει η διαδικασία για τη λειτουργία λιγνιτωρυχείου στο Περιστέρι. Αναφέρεται ότι την πρωτοβουλία είχε η οικογένεια Γιώργου Ρομπάκη που πριν την Καταστροφή είχε στην ιδιοκτησία της το ορυχείο ΄΄Ζον Γκουλντακ΄΄ στην Μαύρη Θάλασσα. Από έγγραφο της Νομαρχίας Αττικής και Βοιωτίας διαπιστώνεται ότι το 1934 οι Αντώνιος Ραγκούσης και Γεώργιος Σιώτης από το 1932 είχαν καταθέσει αίτηση μεταλλευτικών ερευνών στην περιοχή (Θεοδοσίου, 2009).
Στις 5 Νοεμβρίου 1933 ανακοινώνεται η ίδρυση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΄΄Λιγνιτωρυχεία Αττικής Α.Ε.΄΄ Το 1934 με βασιλικά διατάγματα παραχωρείται η έκταση και από την Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας δίνεται η άδεια εκμετάλλευσης. Η εταιρία ανέθεσε σε δύο επιστήμονες - τους Τρικαλληνό και Μούσουλο - την πλήρη μελέτη αξιοποίησης του λιγνιτικού κοιτάσματος Περιστερίου (Ρόζος κ.ά, 1999).
Οι μελετητές αυτοί αντιμετώπισαν μια κατάσταση, που χαρακτηριζόταν από την παντελή έλλειψη στοιχείων, όσον αφορά τις τότε παλαιές εκμεταλλεύσεις αφενός και τα κλειστά υπόγεια έργα αφετέρου. Βασίσθηκαν όμως στα σχέδια των τότε ανοικτών στοών και στις τομές των 31 γεωτρήσεων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και προχώρησαν στην σύνταξη μελέτης με τίτλο λιγνιτωρυχεία Περιστερίου – Στρωματογραφική και Τεκτονική Μελέτη του Λιγνιτοφόρου Κοιτάσματος. Πρόγραμμα Άμεσου και Απώτερης Εκμεταλλεύσεως.
Το 1935 – 1936 αρχίζει η εξόρυξη λιγνίτη στο Περιστέρι. Τα τμήματα που αποτελούν την επιχείρηση είναι η Πομόνα, για την άντληση των νερών από τις στοές, το Ηλεκτρολογείο, το Μηχανουργείο, το Μαγειρείο, η Αποθήκη Τροφίμων. Απασχολούνται 350 – 450 εργάτες που εργάζονται σε βάθος 80 – 100 m. Εξάγουν 100 – 150 τόνους λιγνίτη την μέρα (Θεοδοσίου, 2009).
Την περίοδο της κατοχής 1941 – 1944 το λιγνιτωρυχείο περνά σε ιταλικά χέρια και μετονομάζεται σε ΄΄Agenta Carboni Italiani΄΄. Οι έλληνες ιδιοκτήτες πωλούν τις μετοχές τους σε ιταλούς. Παρότι το τοπίο έγινε θολό σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η εταιρία εξακολουθεί να λειτουργεί κατά την περίοδο της κατοχής και να δημοσιεύει ισολογισμούς. Διευθυντής είναι ο ιταλός μηχανικός Μπρούνο Μπαριλάρι και τεχνικός διευθυντής ο μεταλλειολόγος Γιάννης Σολωμός. Το απασχολούμενο προσωπικό ανεβαίνει στους 700 και αντίστοιχα η παραγωγή στους 200 – 250 τόνους την ημέρα. Από την άλλη, οι εργαζόμενοι λαμβάνουν καλό συσσίτιο και αυτό είναι το πιο πολύτιμο στην περίοδο της μεγάλης πείνας. Σημαντικό γεγονός στην περίοδο της κατοχής είναι η δυναμική απεργία των εργαζομένων με βασικά αιτήματα την βελτίωση του συσσιτίου, την αύξηση των μισθών, ενοίκιο για του ξενιτεμένους εργάτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή δημιουργείται και η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το λιγνιτωρυχείο με τον κύριο σιδηροδρομικό άξονα της χώρας στους Αγίους Αναργύρους. Λίγο πριν την αποχώρηση των κατακτητών, τον Αύγουστο του 1944, οι Έλληνες Πατσαλής, Βλαχούτσικος και Μόσχος αγοράζουν το ορυχείο από τους Ιταλούς. Έτσι η περιουσία εμφανίζεται ως ελληνική και όχι ως εχθρική περιουσία η οποία θα έπρεπε να περάσει υπό τον έλεγχο του κράτους σύμφωνα με τον νόμο. Κάτω από αυτήν την αμφισβητούμενη ιδιοκτησία το λιγνιτωρυχείο αρχίζει να υπολειτουργεί. Τον Ιούλιο του 1945 οι εργάτες των λιγνιτωρυχείων της Αττικής, ανάμεσά τους και του Περιστερίου, συντονίζονται και με υπόμνημά τους προς την κυβέρνηση ζητούν την άμεση επαναλειτουργία των ορυχείων. Το Δεκέμβρη του 1945, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας αναλαμβάνει το ίδιο την εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου το οποίο μπαίνει τελικά υπό μεσεγγύηση συμφώνα με το νόμο για τους αγοράσαντας από τους κατακτητάς΄΄. Η διαχείριση, σύμφωνα με τον ΄΄Ριζοσπάστη΄΄, ανατίθεται όχι σε επιτροπή αλλά στον παλιό δοσίλογο εργοδότη Πατσαλή. Ο Πατσαλής κατηγορείται ότι προπώλησε κάρβουνο εισπράττοντας ένα εκατομμύριο δραχμές και αντί να πληρώσει τους εργάτες εξαφανίστηκε. Ακολουθεί μια περίοδος αγώνων και απεργιακών κινητοποιήσεων με βασικό αίτημα την καταβολή των δεδουλευμένων. Από τον Απρίλιο του 1948 μέχρι και παραπάνω από ένα χρόνο απεργίες εκδηλώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και με διάφορα αιτήματα. Στις 17 Ιουλίου 1950 το ελληνικό δημόσιο κινεί διαδικασίες προκειμένου να περάσει κάτω από την δική του ιδιοκτησία το λιγνιτωρυχείο ως εχθρική περιουσία. Το Νοέμβριο του 1950 καλούνται από το Ελληνικό Δημόσιο οι κάτοχοι μετοχών ή άλλων τίτλων κυριότητας της επιχείρησης να καταθέσουν τα δικαιολογητικά στην Τράπεζα της Ελλάδας (Θεοδοσίου, 2009).
Το 1951 γίνεται δημοπράτηση του έργου και η επιχείρηση των λιγνιτωρυχείων μισθώνεται στην εταιρεία του Φραγκίσκου Πρεζάνη. Στο λιγνιτωρυχείο απασχολούνται 200 τώρα εργάτες και εξάγονται 25.000 – 30.000 τόνοι το χρόνο.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μία εντατικοποίηση των εργασιών σε όλους τους τομείς δραστηριότητας του ορυχείου. Πραγματοποιούνται εργασίες που αφορούν την προσπάθεια για την αποστράγγιση και την συντήρηση των βασικών παλαιών έργων, την όρυξη ερευνητικών και προπαρασκευαστικών στοών, την εκβάθυνση φρεάτων και την όρυξη κεκλιμένων για αερισμό. Κατασκευάστηκαν επιφανειακές εγκαταστάσεις για την ανέλκυση, ταξινόμηση και φόρτωση του εξορυσσόμενου λιγνίτη, επισκευάστηκαν κτίσματα του λιγνιτωρυχείου καθώς και το δίκτυο μεταφοράς πεπιεσμένου αέρα.
Από το Σεπτέμβριο του 1953, σπίτια στην Ανθούπολη αρχίζουν να παρουσιάζουν ρωγμές εξ αιτίας της διάνοιξης των νέων στοών σε πολύ μικρό βάθος. Κάθε βράδυ οι κάτοικοι τινάζονται από τα κρεβάτια τους από τις εκρήξεις του δυναμίτη. Τα διαβήματα του δημάρχου δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Στις 30 Οκτωβρίου καταρρέει η στο Νο 5 με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας λιγνιτωρύχος και να τραυματιστούν άλλοι τρεις (Θεοδοσίου, 2009). Η επιχείρηση των λιγνιτωρυχείων συνεχίζει τις εργασίες διάνοιξης νέων στοών κάτω από την οικιστική περιοχή της Ανθούπολης δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στα σπίτια. Ήδη κατοικούν εκεί 12000 άνθρωποι. Μήνα με τον μήνα η κατάσταση χειροτερεύει. Σπίτια υφίστανται καθίζηση, οικοδομικά τετράγωνα παρουσιάζουν ρωγμές και απειλούνται με κατάρρευση. Τον Απρίλιο του 1956 τα πρώτα σπίτια εγκαταλείπονται από τους ενοίκους τους αφού είναι πλέον ετοιμόρροπα. Ο Δήμος Περιστερίου επισημαίνει τις άμεσες ευθύνες του Υπουργείου Βιομηχανίας στη ασυδοσία της διεύθυνση των λιγνιτωρυχείων. Οι στοές ανοίγονται σε βάθος μόλις 12 – 15 m αντί των 50 m, σύμφωνα με τον κανονισμό, για να μην κινδυνεύουν τα σπίτια.
Τον Μάιο του 1956 η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο. Η καθίζηση που προκαλείται σε νέα σπίτια αναστατώνουν τους κατοίκους που αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε ομάδες. Αγανακτισμένοι πια οι κάτοικοι της Ανθούπολης κατευθύνονται στις εγκαταστάσεις των λιγνιτωρυχείων όπου πυρπολούν τον ξύλινο πύργο με τους ανελκυστήρες. Η φωτιά που υψώνεται είναι ορατή από χιλιόμετρα μακριά. Το μαινόμενο πλήθος δεν μπορεί να σταματήσει μεγάλη δύναμη της χωροφυλακής που κατέφθασε από πολλές περιοχές της Αθήνας. Οι φωτιά στις εγκαταστάσεις συνεχίζεται παρά τους τραυματισμούς από σφαίρες των αστυνομικών προς το πλήθος που δεν πτοείται. Οι εγκαταστάσεις του λιγνιτωρυχείου καταστρέφονται ολοκληρωτικά αφού οι δυνάμεις πυρόσβεσης εμποδίζονταν από τους κατοίκους. Η αστυνομία συλλαμβάνει 40 άτομα. Μετά από μια σειρά δικών, οι συλληφθέντες αθωώνονται εκτός από έξι που κατηγορούνται για αντίσταση κατά της αρχής . Το θέμα φθάνει στην Ελληνική Βουλή ύστερα από επερώτηση βουλευτή της ΕΡΕ, που ζητά την τιμωρία των υπευθύνων για αντικανονική λειτουργία των λιγνιτωρυχείων. Το λιγνιτωρυχείο δεν ξαναλειτούργησε εκεί ποτέ πια (Θεοδοσίου, 2009).
Παρ’ όλα αυτά, οι πιέσεις που ασκούντο από την πλευρά της κοινωνίας οδήγησαν το 1958 την Πολιτεία στη σύσταση Πολυμελούς Επιτροπής για την εξέταση του προβλήματος, που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι : ΄΄συνύπαρξις μεταλλείου και οικισμών είναι ανέφικτος΄΄. Στη συνέχεια το Υπουργείο Βιομηχανίας εστιάζει στην παρακολούθηση της εκτέλεσης του έργου λιθογομόσεων με σύσταση και ειδικών επιτροπών. Πόρισμα της επιτροπής καταλήγει : ΄΄η εκτελεσθείσα λιθογόμωσις πληροί τον περιορισμένον σκοπόν δι’ όν εξετελέσθη και ο οποίος συνίσταται εις το να υποστηρίζη όσο το δυνατόν καλύτερον την οροφή των υπαρχουσών στοών και να αποφύγη ούτω μαζικάς καταπτώσεις δυναμένας να έχωσιν επίδρασιν μέχρι της επιφάνειας...΄΄
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ο χρόνος που απαιτείται για την πλήρη ηρεμία των εδαφών στην περιοχή δεν είναι δυνατόν να προσεγγισθεί υπολογιστικά, αφού πρόκειται για συνάρτηση με πολλές μεταβλητές, όπως η γεωμηχανική συμπεριφορά των εμπλεκόμενων γεωλογικών σχηματισμών, η υδροφορία της περιοχής, ο τρόπος απόληψης του λιγνίτη, τα κενά της εκμετάλλευσης, τα βάθη των εκσκαφών, η υποστήριξη της οροφής, ο χρόνος ζωής των υλικών υποστήριξης στις εκάστοτε συνθήκες, η λιθογόμωση ή όχι των κενών της εκμετάλλευσης, κλπ. (Ρόζος κ.ά, 1999).
Προκύπτει εμφανώς ότι μετά από 60 περίπου χρόνια υπάρχουν περιοχές που έχει επέλθει σχετική ηρεμία από πλευρά εδαφικών υποχωρήσεων ενώ σε άλλες συνεχίζονται ακόμα και σήμερα. Άρα παρά τη διακοπή των εργασιών εκμετάλλευσης του λιγνίτη στην περιοχή, δεν φαίνεται ότι έχουν εξαλειφτεί οι κίνδυνοι από την δραστηριότητα αυτή.
Στην θέση των λιγνιτωρυχείων έχει δημιουργηθεί το Άλσος Περιστερίου.
ΑΝΑΦΟΡΑ
Αν χρησιμοποιήσετε πληροφορίες και στοιχεία που περιέχονται στις ιστοσελίδες vidarchives.gr, vidaomada.gr, vida-omada.blogspot.com και στο
συνοδευτικό χάρτη παρακαλούμε πολύ να χρησιμοποιήσετε τις ακόλουθες αναφορές:
ΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ., Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (www.vidarchives.gr).
ΓΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ
Κωνσταντίνος Γκαράκης & Γεωργία Ορφανάκη, ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ (ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε. - AGENTA CARBONI ITALIANI - ΛΙΓΝΙΤΩΡΥΧΕΙΑ ΠΡΕΖΑΝΗ), στο Βακαλοπούλου Μ., Δανιήλ Μ., Λαμπρόπουλος Χ.,
Φασουράκης Η. (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (www.vidarchives.gr/reports/2023_04_2631).
Στείλτε μας σχόλια / παρατηρήσεις